- φιλειρηνιστής
- ο, θηλ. φιλειρηνίστρια, Νυπέρμαχος τού φιλειρηνισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + ειρήνη + κατάλ. -ιστής*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλειρηνιστικός — ή, ό, Ν [φιλειρηνιστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλειρηνισμό 2. αυτός που υποστηρίζει τον φιλειρηνισμό, φιλειρηνικός («φιλειρηνιστική οργάνωση») … Dictionary of Greek
Κασόνα, Αλεχάντρο — (Alejandro Casona, Μπεσούλιο 1903 – Αστούριας 1965). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ισπανού θεατρικού συγγραφέα Ροντρίγκεθ Αλβάρεθ. Από το 1939 έως το 1963 έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας στην Αργεντινή. Θεωρείται ένας από τους κορυφαίους Ισπανούς… … Dictionary of Greek